récriminer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- récriminer < μεταγενέστερη λατινική recriminari < crimen, κατηγορία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁe.kʁi.mi.ne/
Ρήμα[επεξεργασία]
récriminer (fr)