récurrence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
récurrence | récurrences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
récurrence (fr) θηλυκό
- η σταθερή επανεμφάνιση
Δείτε επίσης : recurrence |
ενικός | πληθυντικός |
récurrence | récurrences |
récurrence (fr) θηλυκό