rémission

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rémission rémissions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rémission (fr) θηλυκό

  1. η άφεση (αμαρτιών)
  2. η αποδρομή (αρρώστιας)