répondeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
répondeur (fr)
- ο απαντητής, ο τηλεφωνητής
Il a oublié de brancher son répondeur : ξέχασε να βάλει τον απαντητή του.
répondeur (fr)
Il a oublié de brancher son répondeur : ξέχασε να βάλει τον απαντητή του.