répondeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

répondeur (fr)

Il a oublié de brancher son répondeur : ξέχασε να βάλει τον απαντητή του.

Συγγενικά[επεξεργασία]

réponse, répondre