résistance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
résistance résistances

résistance (fr) θηλυκό

  1. η αντίσταση
  2. η αντοχή
    résistance des matériaux - αντοχή των υλικών

Συγγενικά[επεξεργασία]