réuni
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- réuni < réunir
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réuni | réunis |
θηλυκό | réunie | réunies |
réuni (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réuni | réunis |
θηλυκό | réunie | réunies |
réuni (fr)