rôdeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rôdeur < rôder

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁo.dœʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rôdeur rôdeurs
θηλυκό rôdeuse rôdeuses

rôdeur (fr)

  1. κάποιος που τριγυρνά ερευνητικά
  2. ύποπτο πρόσωπο που τριγυρνά με κακές προθέσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]