röten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
röten (de)
- (μεταβατικό) κοκκινίζω, κάνω κάτι κόκκινο
- (reflexiv) κοκκινίζω, γίνομαι κατακόκκινος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη rot