rabâchage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁa.bɑ.ʃaːʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rabâchage | rabâchages |
rabâchage (fr) αρσενικό
- το αναμάσημα
ενικός | πληθυντικός |
rabâchage | rabâchages |
rabâchage (fr) αρσενικό