rabattable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rabattable < rabattre
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rabattable | rabattables |
rabattable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κατεβαστεί