rag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rag rags

rag (en)

  1. το κουρέλι, ένα κομμάτι παλιό ύφασμα που χρησιμοποιείται ειδικά για τον καθαρισμό
    I am cleaning the floor with a rag.
    Καθαρίζω το πάτωμα με ένα κουρέλι.
  2. (μεταφορικά) η κωλοφυλλάδα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας rag
γ΄ ενικό ενεστώτα rags
αόριστος ragged
παθητική μετοχή ragged
ενεργητική μετοχή ragging

rag (en)

Πηγές[επεξεργασία]