rag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rag | rags |
rag (en)
- το κουρέλι, ένα κομμάτι παλιό ύφασμα που χρησιμοποιείται ειδικά για τον καθαρισμό
- ↪ I am cleaning the floor with a rag.
- Καθαρίζω το πάτωμα με ένα κουρέλι.
- ↪ I am cleaning the floor with a rag.
- (μεταφορικά) η κωλοφυλλάδα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | rag |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rags |
αόριστος | ragged |
παθητική μετοχή | ragged |
ενεργητική μετοχή | ragging |
rag (en)
- (παρωχημένο) πειράζω, κάνω πλάκα σε κάποιον
- ↪ They were ragging him about…
- Του κάνανε πλάκα για…
- ↪ They were ragging him about…
Πηγές[επεξεργασία]
- rag (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rag (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 708. ISBN 9780194325684., λήμμα: πλάκα