ramoner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ramoner < παλαιά γαλλική ramon (σκούπα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁa.mɔ.ne/

Ρήμα[επεξεργασία]

ramoner (fr)

  1. (μεταβατικό) καθαρίζω την καπνοδόχο αφαιρώντας την στάχτη
  2. (αμετάβατο) (αλπινισμός) κάνω αναρρίχηση στηριζόμενος σε δύο πολύ κοντινά βράχια

Συγγενικά[επεξεργασία]