rançonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rançonnement | rançonnements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rançonnement (fr) αρσενικό
- ο περιορισμός της κατανάλωσης σε περίοδο έκτακτης ανάγκης