rando
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- rando < → δείτε τη λέξη random• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | rando |
συγκριτικός | more rando |
υπερθετικός | most rando |
- τυχαίος και ασήμαντος
- κάποιος μέσα σε πλήθος που έκανε ή έπαθε κάτι
- αλλοπρόσαλλος
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rando | randoj |
αιτιατική | randon | randojn |
rando (eo)