rapacité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rapacité | rapacités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rapacité (fr) θηλυκό
- η αρπακτικότητα
- (μεταφορικά) η πλεονεξία
ενικός | πληθυντικός |
rapacité | rapacités |
rapacité (fr) θηλυκό