rapidité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rapidité | rapidités |
rapidité (fr) θηλυκό
- η γρηγορότητα, η αμεσότητα
ενικός | πληθυντικός |
rapidité | rapidités |
rapidité (fr) θηλυκό