rapporteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rapporteur (fr)
- εισηγητής (ενός νομοσχεδίου)
- ↪ le rapporteur du projet de loi - ο εισηγητής του νομοσχεδίου
- (γεωμετρία) μοιρογνωμόνιο
- μαρτυριάρης μαθητής
- ↪ rapporteur de Paris / mets ta couche et va au lit - ποιηματάκι που λέγεται κοροϊδευτικά προς τους μαρτυριάρηδες μαθητές