recall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
recall | recalls |
recall (en)
- η ανάκληση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | recall |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recalls |
αόριστος | recalled |
παθητική μετοχή | recalled |
ενεργητική μετοχή | recalling |
recall (en)
- ανακαλώ
- ανακαλώ στη μνήμη, θυμάμαι, ενθυμούμαι