rechute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rechute | rechutes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rechute (fr) θηλυκό
- (ιατρική) υποτροπή
- ξανακύλημα, η εκ νέου πτώση σε κάτι κακό (αρρώστια, αμαρτία...)