reckless
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | reckless |
συγκριτικός | more reckless |
υπερθετικός | most reckless |
Επίθετο[επεξεργασία]
reckless (en)
- πολύ βιαστικός και απρόσεκτος
- αδιάφορος για τον κίνδυνο και τις συνέπειες