recruit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
recruit | recruits |
recruit (en)
- (στρατιωτικός όρος) ο νεοσύλλεκτος
- καινούριο απόθεμα για κάτι που εξαντλήθηκε
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | recruit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recruits |
αόριστος | recruited |
παθητική μετοχή | recruited |
ενεργητική μετοχή | recruiting |
recruit (en)
- στρατολογώ, επιστρατεύω
- (μεταφορικά) χρησιμοποιούμαι για σκοπό
- προσλαμβάνω νέο προσωπικό
- ανανεώνω, αναζωογονώ με νέα αποθέματα