redémarrage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
redémarrage redémarrages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

redémarrage (fr) θηλυκό

  1. η επανεκκίνηση
    le logiciel installé, il faut procéder au redémarrage de l'ordinateur
    αφού το λογισμικό εγκατασταθεί, πρέπει να προβούμε στην επανεκκίνηση του υπολογιστή
  2. η επαναλειτουργία