referência
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
referência | referências |
referência (pt) θηλυκό
- η αναφορά
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
referência | referências |
referência (pt) θηλυκό