reficio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
reficio (la)
- αναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, ξαναδυναμώνω
- ξαναχτίζω, αποκαθιστώ, ανανεώνω, επισκευάζω
- διορίζω εκ νέου, επανεκλέγω
- επιστρατεύω, ενισχύω με στρατό,