reficio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

reficio (la)

  1. αναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, ξαναδυναμώνω
  2. ξαναχτίζω, αποκαθιστώ, ανανεώνω, επισκευάζω
  3. διορίζω εκ νέου, επανεκλέγω
  4. επιστρατεύω, ενισχύω με στρατό,