refoulement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
refoulement | refoulements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
refoulement (fr) αρσενικό
- η απώθηση , η επαναπροώθηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη refouler