regular
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | regular |
συγκριτικός | more regular |
υπερθετικός | most regular |
regular (en)
- τακτικός, κανονικός, που επαναλαμβάνει, ειδικά με τον ίδιο χρόνο ή χώρο ανάμεσα σε κάθε πράγμα και στο επόμενο
- ↪ a regular bus service - τακτική συγκοινωνία με λεωφορείο
- ↪ at regular intervals - σε τακτικά/κανονικά διαστήματα
- ↪ a regular pulse - κανονικός σφυγμός
- ↪ There are two regular flights a week.
- Υπάρχουν δυο τακτικές πτήσεις την εβδομάδα.
- τακτικός, που γίνεται ή συμβαίνει συχνά
- ↪ He makes regular visits to him.
- Του κάνει τακτικές επισκέψεις.
- ↪ I have regular correspondence with my brother.
- Με τον αδελφό μου έχω τακτική αλληλογραφία.
- ↪ He makes regular visits to him.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τακτικός, για άτομα που κάνουν το ίδιο πράγμα ή πηγαίνουν συχνά στο ίδιο μέρος
- ↪ a regular listener of the show - τακτικός ακροατής της εκπομπής
- ↪ a regular customer of the store - τακτικός πελάτης του καταστήματος
- ↪ He is a regular visitor.
- Είναι τακτικός επισκέπτης.
- (γραμματική) ομαλός, για ρήματα και ουσιαστικά που αλλάζουν τη μορφή τους με τον ίδιο τρόπο όπως τα περισσότερα άλλα ρήματα και ουσιαστικά
- ↪ regular verbs - ομαλά ρήματα
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) συνήθης, ομαλός, κανονικός, το συνηθισμένο
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) συνηθισμένος, κανονικός, χωρίς ιδιαίτερες ή επιπλέον χαρακτηριστικές
- ↪ a regular house (nothing exceptional) - ένα συνηθισμένο σπίτι (τίποτε το εξαιρετικό)
- ↪ a regular method of treatment - συνηθισμένη μέθοδος θεραπείας
- ↪ in the regular way - με τον κανονικό τρόπο
- συμμετρικός, κανονικός, που τον χαρακτηρίζει η συμμετρία
- ↪ regular features/teeth - συμμετρικά/κανονικά χαρακτηριστικά/δόντια
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη symmetrical
- τακτικός, κανονικός, που διαρκεί ή συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα
- ↪ the regular staff - το τακτικό προσωπικό
- ↪ I have regular employment.
- Έχω τακτική/κανονική δουλειά.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τακτικός, που ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία μιας χώρας
- ↪ regular soldiers - τακτικοί στρατιώτες
- (ανεπίσημο) τέλειος, σωστός, χρησιμοποιείται για έμφαση για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι είναι παράδειγμα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- regular - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 412, 623, 837, 849, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανονικός, ομαλός, συμμετρικός, συνήθης, τακτικός