reiterate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

reiterate (en)

  1. επαναλαμβάνω, λέω κάτι ξανά για να το τονίσω
  2. λέω ή κάνω κάτι κατ' επανάληψη