rekordo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rekordo < rekord- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rekordo rekordoj
αιτιατική rekordon rekordojn

rekordo (eo)

atingi la antaŭan rekordon - φτάνω το προηγούμενο ρεκόρ