relative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
relative (en) (χωρίς παραθετικά)
- (γραμματική) αναφορικός
- σχετικός με κάτι
- σχετικός, όχι απόλυτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
relative | relatives |
relative (en)
- ο/η συγγενής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη relate
Πηγές[επεξεργασία]
- relative (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- relative (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
relative (eo)