relative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

relative (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (γραμματική) αναφορικός
  2. σχετικός με κάτι
     συνώνυμα: relevant
  3. σχετικός, όχι απόλυτος
     αντώνυμα: absolute

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
relative relatives

relative (en)

  • ο/η συγγενής
    a relative by marriage - συγγενής εξ αγχιστείας
    a close/distant relative - στενός/μακρινός συγγενής
    He is not my relative.
    Δεν είναι συγγενής μου.
     συνώνυμα: relation

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη relate

Πηγές[επεξεργασία]



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

relative < relativ- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

relative (eo)