religia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | religia | religiaj |
αιτιατική | religian | religiajn |
religia (eo)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
religia (pl) θηλυκό
- η θρησκεία
- τα θρησκευτικά (μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία)