relinquo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

relinquo (la)

  1. εγκαταλείπω, αφήνω πίσω
  2. αφήνω υπόλοιπο