remand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
remand (en)
- στέλνω έναν κρατούμενο ξανά στη φυλακή, θέτω υπό περιορισμό
- επαναπέμπω μια δικαστική υπόθεση σε κατώτερο δικαστήριο για περαιτέρω διερεύνηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
remand (en)
- η ενέργεια του ρήματος remand