remand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

remand (en)

  1. στέλνω έναν κρατούμενο ξανά στη φυλακή, θέτω υπό περιορισμό
  2. επαναπέμπω μια δικαστική υπόθεση σε κατώτερο δικαστήριο για περαιτέρω διερεύνηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

remand (en)

  • η ενέργεια του ρήματος remand