remove

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
remove removes

remove (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας remove
γ΄ ενικό ενεστώτα removes
αόριστος removed
παθητική μετοχή removed
ενεργητική μετοχή removing

remove (en)

  1. απομακρύνω
  2. (μεταβατικό) βγάζω κάτι από το σώμα
    They removed one of his kidneys/eyes.
    Του έβγαλαν το ένα νεφρό/μάτι.
  3. αποπέμπω (π.χ. πολιτικό από τη θέση του)

Πηγές[επεξεργασία]