renege

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

renege (en)

  1. αθετώ (υπόσχεση, υποχρέωση κλπ)
    he has reneged on his promise
  2. (αρχαϊστικά) αρνούμαι, αποκηρύσσω