renfermer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
renfermer (fr)
- φυλακίζω εκ νέου, κλειδώνω κάποιον ή κάτι εκ νέου
- κλείνω στενά
- περιέχω, περικλείω, περικλείνω, περιλαμβάνω, εγκυμονώ