repêcher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/

Ρήμα[επεξεργασία]

repêcher (fr)

  1. επαναξιολογώ με επιείκεια σε εξετάσεις κάποιον υποψήφιο ώστε να περάσει
  2. ανασύρω από την θάλασσα

Συγγενικά[επεξεργασία]