represent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας represent
γ΄ ενικό ενεστώτα represents
αόριστος represented
παθητική μετοχή represented
ενεργητική μετοχή representing

Ρήμα[επεξεργασία]

represent (en)

  1. (συνήθως στην παθητική φωνή) εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, είμαι μέλος μιας ομάδας ανθρώπων και ενεργώ ή μιλάω για λογαριασμό τους σε μια εκδήλωση, μια συνάντηση κτλ.
    Greece will be represented at the meeting by the Minster of Defense.
    Η Ελλάδα θα εκπροσωπηθεί στη σύνοδο από τον Υπουργό Αμύνης.
    Can I have someone represent me in the annual meeting?
    Μπορώ ν' αντιπροσωπευτώ στην ετήσια συνευλέση;
  2. εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, ενεργώ ή μιλάω επίσημα για κάποιον και υποστηρίζω τα συμφέροντά του
    Who represents the company in Greece?
    Ποιος εκπροσωπεί την εταιρεία στην Ελλάδα;
    I am representing the bank/the company.
    Αντιπροσωπεύω την τράπεζα/την εταιρεία.
  3. (όχι στα continuous tenses) συμβολίζω, αναπαριστώ, είναι σύμβολο κάτι
    The flag represents the nation.
    Η σημαία συμβολίζει το έθνος.
    Phonetic symbols represent sounds.
    Τα φωνητικά σύμβολα αναπαριστούν ήχους.
     συνώνυμα: symbolize
  4. αντιπροσωπεύω, είμαι κάτι
    This discovery represents a major scientific advance.
    Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.
  5. (μόνο στην παθητική φωνή) εκπροσωπούμαι, είμαι παρών σε κάτι σε συγκεκριμένο βαθμό
    All points of view are represented in the new board of directors.
    Στο νέο διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλες οι απόψεις.
  6. (όχι στην παθητική φωνή) εκπροσωπώ, είμαι παράδειγμα ή έκφραση κάτι
    This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
    Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
  7. (επίσημο) παριστάνω, απεικονίζω, αναπαρασταίνω, δείχνω κάποιον ή κάτι, ειδικά σε μια εικόνα
    This painting represents a scene from the Bible.
    Αυτός ο πίνακας παριστάνει μια σκηνή από τη Βίβλο.
    This painting doesn’t represent anything.
    Αυτός ο πίνακας δεν παριστάνει/απεικονίζει τίποτα.
    This painting represents Hercules.
    Αυτός ο πίνακας αναπαρασταίνει τον Ηρακλή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη depict
  8. (επίσημο) παρουσιάζω, εμφανίζω, παριστάνω, περιγράφω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, ειδικά όταν αυτό μπορεί να μην είναι δίκαιο
    He represents himself as an expert.
    Παρουσιάζεται/Εμφανίζεται σαν ειδικός.
    He is not as bad as they represented him.
    Δεν είσαι τόσο κακός όσο τον παρασταίνουν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη make out
  9. (επίσημο) εκφράζω, εξηγώ, κάνω επίσημη δήλωση σε κάποιον αρμόδιο για να γνωστοποιήσω τις απόψεις μου ή να διαμαρτυρηθώ
    They represented their grievances to the Manager.
    Εξέφρασαν/Εξήγησαν τα παράπονά τους στο Διευθυντή.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]