representative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
representative (en)
- αντιπροσωπευτικός, που αντιπροσωπεύει ένα ευρύτερο σύνολο, τυπικός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
representative (en)
- αντιπρόσωπος
- (πολιτική) το μέλος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, ο βουλευτής