repris de justice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
repris de justice | repris de justice |
repris de justice (fr) αρσενικό
- αυτός που είναι υπόδικος για κάτι, ενώ έχει ήδη καταδικαστεί στο παρελθόν