requirement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
requirement requirements

Ετυμολογία [επεξεργασία]

requirement < require + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

requirement (en) (επίσημο)

  1. η απαίτηση, κάτι που απαιτείται, είναι αναγκαίο ή υποχρεωτικό
    security/equipment/course requirements - απαιτήσεις ασφαλείας/εξοπλισμού/μαθήματος
  2. η απαίτηση, κάτι που απαιτείται προκειμένου να εκτελεστεί σωστά μια εργασία
    If your computer meets the minimum requirements but does not meet the suggested requirements, the program is going to work, but it may be slow.
    Εάν ο υπολογιστής σας πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις αλλά δεν πληροί τις προτεινόμενες απαιτήσεις, το πρόγραμμα θα λειτουργήσει, αλλά μπορεί να είναι αργό.

Πηγές[επεξεργασία]