resaniĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα resaniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | resaniĝas | resaniĝanta | resaniĝata |
αόριστος | resaniĝis | resaniĝinta | resaniĝita |
μέλλοντας | resaniĝos | resaniĝonta | resaniĝota |
υποθετική | resaniĝus | - | - |
προστακτική | resaniĝu | - | - |
resaniĝi (eo)