respectively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

respectively < respective + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

respectively (en)

  • αντίστοιχα, αντιστοίχως, με την ίδια σειρά με τα άτομα ή τα πράγματα που έχουν ήδη αναφερθεί
    The first and second prizes were given to Paul and Mary respectively.
    Το α' και β' βραβείο δόθηκαν στον Παύλο και την Μαίρη αντίστοιχα/αντιστοίχως.

Πηγές[επεξεργασία]