respiração
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
respiração | respirações |
respiração (pt) θηλυκό
- η αναπνοή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
respiração | respirações |
respiração (pt) θηλυκό