restrict
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | restrict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | restricts |
αόριστος | restricted |
παθητική μετοχή | restricted |
ενεργητική μετοχή | restricting |
Ρήμα[επεξεργασία]
restrict (en)