reticent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

reticent (en)

  1. κλειστός (τύπος ανθρώπου), ολιγόλογος
  2. (proscribed definition, ερμήνευμα μη αποδεκτό από όλους) επιφυλακτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]