retiré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | retiré | retirés |
θηλυκό | retirée | retirées |
Επίθετο[επεξεργασία]
retiré (fr)
- απομονωμένος, αποτραβηγμένος, απομακρυσμένος που έχει αποσυρθεί