retouche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
retouche | retouches |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
retouche (fr) θηλυκό
- το ρετούς, το ρετουσάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
retouche | retouches |
retouche (fr) θηλυκό