reunion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reunion | reunions |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reunion (en)
- η συγκέντρωση, μια κοινωνική περίσταση ή πάρτι για μια ομάδα ανθρώπων που δεν έχουν δει ο ένας τον άλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα
- ↪ a class reunion - συγκέντρωση παλιών συμμαθητών
- η επανένωση
Πηγές[επεξεργασία]
- reunion - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκέντρωση