revers
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
revers | revers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
revers (fr) αρσενικό
- το πίσω μέρος ενός αντικειμένου
- (μεταφορικά) το πάθημα, μια αρνητική κατάσταση, το αντίθετο μιας ήρεμης κατάστασης, η αναποδιά
- le revers de la fortune - η αντιξοότητα
- το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ανάγλυφη μια αναγραφή (π.χ. την αξία του νομίσματος)
- το ρεβέρ
- το πέτο