rigida
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rigida | rigidaj |
αιτιατική | rigidan | rigidajn |
rigida (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rigido | rigidi |
θηλυκό | rigida | rigide |
rigida (it)